αναμόχλευση

αναμόχλευση
η
το να αναμοχλεύει, να ανακινεί κανείς: Μερικές εφημερίδες κάνουν συστηματική αναμόχλευση των πολιτικών παθών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμόχλευση — η (Μ ἀναμόχλευσις) [ἀναμοχλεύω] 1. νεοελλ. μετακίνηση αντικειμένου με μοχλό, ανασήκωμα, μετατόπιση 2. ανακίνηση λησμονημένου ζητήματος, έξαψη, αναζωπύρωση μσν. διατάραξη, ανατροπή …   Dictionary of Greek

  • έρειση — η (Α ἔρεισις) [ερείδω] 1. στήριξη, υποστήριξη, στύλωμα 2. σπρώξιμο, πίεση με δύναμη (ιδιαίτερα στην κωπηλασία) αρχ. 1. βάση, σημείο βάσης, στήριξης 2. αναμόχλευση, μετακίνηση με μοχλό …   Dictionary of Greek

  • ανάξεση — η 1. το εκ νέου ξύσιμο 2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αναμοχλεύω — (Α ἀναμοχλεύω) ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό νεοελλ. εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω αρχ. 1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια 2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα …   Dictionary of Greek

  • μόχλευση — η (Α μόχλευσις) [μοχλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μοχλεύω, μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με τη βοήθεια μοχλού νεοελλ. μτφ. αναμόχλευση, ανακίνηση, αναζωπύρωση αρχ. ιατρ. εξάρθρωση, εξαγωγή, εκρίζωση …   Dictionary of Greek

  • σκάλισμα — το, Ν [σκαλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλίζω, καλλιεργητική εργασία απαραίτητη κατά το στάδιο ανάπτυξης τών καλλιεργούμενων φυτών, με την οποία καταστρέφονται τα ζιζάνια, ο μεγαλύτερος εχθρός τους, και συγχρόνως αναμοχλεύεται το… …   Dictionary of Greek

  • συνδαύλιση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συνδαυλίζω, ανασκάλισμα τής φωτιάς προκειμένου να αναζωπυρωθεί 2. μτφ. αναμόχλευση, αναζωπύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συνδαύλισις, μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • υπομοχλεύω — ὑπομοχλεύω ΝΑ νεοελλ. 1. κινώ ή μετακινώ κάτι με τη χρήση μοχλού 2. μτφ. αναμόχλευση αρχ. ενεργώ ως μοχλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μοχλεύω «μετακινώ με τη βοήθεια μοχλού»] …   Dictionary of Greek

  • υπομόχλευση — η, Ν 1. μετακίνηση ενός αντικειμένου με τη χρησιμοποίηση μοχλού 2. μτφ. αναμόχλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπομοχλεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπομόχλευσις, μαρτυρείται από το 1894 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] …   Dictionary of Greek

  • Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”